- πρωτοκατεχικός
- -ή, -ό, Νφρ. «πρωτοκατεχικό οξύ»χημ. κοινή ονομασία τής αρωματικής οργανικής ένωσης 3, 4-διυδροξυ-βενζοϊκό οξύ, που απαντά στους καρπούς τού φυτού ιλλίκιο και σχηματίζεται κατά την αλκαλική τήξη πάμπολλων προϊόντων, όπως είναι οι κατεχίνες, το πιπερικό οξύ, οι ρητίνες, η βενζόη κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. protocatechuic acid (< πρωτ[ο]-* + catechu πιθ. < μαλαισ. kachu + -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.